- κοκορόμυαλος
- -η, -οαυτός που έχει μυαλό ενός κόκορα, ανόητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοκορόμυαλος — η, ο ανόητος, ελαφρόμυαλος, κουφιοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. αχυρό μυαλος, ελαφρό μυαλος] … Dictionary of Greek
κοκκορόμυαλος — βλ. κοκορόμυαλος … Dictionary of Greek
πτηνώδης — ῶδες, Μ [πτηνός] κουφόνους, κοκορόμυαλος … Dictionary of Greek
πετεινόμυαλος — η, ο ανόητος, άμυαλος, κοκορόμυαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)